Γελέοντες

Γελέοντες
Η πρώτη από τις τέσσερις φυλές στις οποίες υποδιαιρούνταν οι Ίωνες. Στην Αθήνα, η φυλή αυτή περιλάμβανε, όπως και οι τρεις άλλες, τρεις φατρίες και καθεμία από αυτές τριάντα γένη. Κατά τον Στράβωνα, οι Γ. ήταν οι λαμπροί, οι άρχοντες ή τα ιερατικά γένη, οι ιεροποιοί. Ήρωας της φυλής θεωρούταν ο Γελέων, γιος του Ίωνα. Το όνομα Γελέων βρέθηκε σε επιγραφή στην Αθήνα ως επωνυμία του Δία («Διός Γελέοντος ιεροκήρυξ»). Η λέξη είναι πιο πιθανό ότι σημαίνει τον θεό του φωτός, τον αιθέριο Δία, όπως φαίνεται από τη φράση του Ησύχιου «Γέλαν, αυγήν ηλίου». Από τη διατήρηση της λατρείας του Διός Γελέοντος και μετά την κατάργηση των τεσσάρων φυλών από τον Κλεισθένη, βγαίνει το συμπέρασμα ότι η λατρεία παρέμεινε στην Αθήνα ως λατρεία ιδιωτική. Οι Γ. αναφέρονται ως φυλή και των ιωνικών πόλεων Κυζίκου, Περίνθου και Τέω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γελέοντες — masc nom/voc pl Γελέων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕЛЕОНТЫ —    • Γελέοντες,          см. Φυλή, Фила, 2 …   Реальный словарь классических древностей

  • Γελέοντας — Γελέοντες masc acc pl Γελέων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γελέοντος — Γελέοντες masc gen sg Γελέων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ФИЛА —    • Φυλή,          племя (колено), обозначение подразделения народа у греков, название, происшедшее, очевидно, из стремления дать отдельным частям народа, равно как и самому народу, генеалогическое происхождение, привести эти части к… …   Реальный словарь классических древностей

  • Αιγικορείς — Μία από τις τέσσερις αρχαίες φυλές της Αττικής και πολλών άλλων ιωνικών πόλεων. Οι άλλες ήταν οι Αργαδείς, οι Οπλίτες και οι Γελέοντες. Επειδή η ετυμολογία των λέξεων ήταν άγνωστη υπήρχαν δύο ερμηνείες. Η μία ότι τις δημιούργησε ο Ίων και τους… …   Dictionary of Greek

  • Αργαδείς — Μία από τις τέσσερις παλιές φυλές της Αττικής, που περιλάμβανε τους εργατικούς, τους ασχολούμενους με τη γη και τις τέχνες (οι άλλες ήταν οι Αιγικορείς, Γελέοντες και Όπλητες) …   Dictionary of Greek

  • Μίλητος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ιδρυτής της Μιλήτου, φίλος του Σαρπηδόνα. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τον μύθο του με μερικές παραλλαγές. Ο Απολλόδωρος υποστηρίζει πως ήταν γιος του Απόλλωνα και της Αρείας, ενώ ο Οβίδιος τον αποκαλεί Δικωνίδη, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • Γελέων — Γέλα fem gen pl (epic ionic) Γελέοντες masc nom sg Γελέων masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”